ιδεογραφικός

ιδεογραφικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιδεογραφία («ιδεογραφική γραφή»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. ideographic < ideo- (πρβλ. ιδέα «εικόνα») + -graphic (πρβλ. γραφικός). Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Αλέξ. Ρ. Ραγκαβή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ιδεογραφικός, -ή — ό αυτός που έχει σχέση με την ιδεογραφία: Ιδεογραφική παράσταση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”